-
1 αἱμόρροος
A flowing with blood,τρώματα Hp.Art.69
; αἱ. φλέβες veins so large as to cause a haemorrhage if wounded, Id.Fract. 11, ubiv.Gal.II as Subst., a serpent, whose bite makes blood flow from all parts of the body, Philum.Ven.21, Nic.Th. 282; cf. .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμόρροος
См. также в других словарях:
μελίρροος — μελίρροος, οον και ους, ουν (Α), αυτός που στάζει μέλι, μελίρρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόος (< ρέω), πρβλ. αιμό ρροος, βαθύ ρροος] … Dictionary of Greek
χείμαρρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * ο / χείμαρρος, ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, ουν και ασυναίρ. οος, οον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek
χρυσόρροος — ον, Μ χρυσορρόης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ρροος / ρρους (< ῥοῦς «ρεύμα»), πρβλ. αἱμό ρροος] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek