См. также в других словарях:
φυλλορόος — ον, Α (για το φθινόπωρο) αυτός που κάνει να πέσουν τα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ροος (< ῥόος / ῥοῦς < ῥέω), πρβλ. αἱμό ροος, ἐλαιό ροος] … Dictionary of Greek
μελίρροος — μελίρροος, οον και ους, ουν (Α), αυτός που στάζει μέλι, μελίρρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόος (< ρέω), πρβλ. αιμό ρροος, βαθύ ρροος] … Dictionary of Greek
χείμαρρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Σερρών. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (25 τ. χλμ.). * * * ο / χείμαρρος, ον, ΝΜΑ, και τ. χειμάρρους, ουν και ασυναίρ. οος, οον, Α το αρσ. ως ουσ. 1. ορμητικό και ακανόνιστο ρεύμα νερού που σχηματίζεται… … Dictionary of Greek