-
1 αἱμό-διψος
αἱμό-διψος, blutdürstig, Luc. Ocyp. 97.
-
2 αἱμόδιψος
αἱμό-διψος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμόδιψος
-
3 αἱμόδιψος
-
4 αιμοδιψος
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
κατάδιψος — κατάδιψος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλη δίψα, μεγάλη επιθυμία για κάτι («κατάδιψοι λόγου», Μ. Βασ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + διψος (< δίψα), πρβλ. αιμό διψος, υπέρ διψος] … Dictionary of Greek
φοβόδιψος — ον, Α αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, υδρόφοβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβο (< ετεροιωμένη βαθμίδα φοβ τού ρ. φέβομαι) + διψος (< δίψα), πρβλ. αἱμό διψος] … Dictionary of Greek