Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἱμόφυρτος

См. также в других словарях:

  • αἱμόφυρτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμόφυρτος — η, ο (Α αἱμόφυρτος, ον) (για έμψυχα) περιχυμένος με αίμα, βουτηγμένος στο αίμα, καταματωμένος (στα αρχ. και για άψυχα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + φυρτὸς < φύρω «ανακατεύω, αναμιγνύω»] …   Dictionary of Greek

  • αιμόφυρτος — η, ο περιχυμένος με αίματα, καταματωμένος: Τον πήγαν στο νοσοκομείο αιμόφυρτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἱμόφυρτον — αἱμόφυρτος masc/fem acc sg αἱμόφυρτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμοφύρτοις — αἱμόφυρτος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμοφύρτων — αἱμόφυρτος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμόφυρτα — αἱμόφυρτος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμόφυρτοι — αἱμόφυρτος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματοκυλισμένος — η, ο και αιματοκύλιστος και ματο [αιματοκυλίζω] 1. κυλισμένος, βουτηγμένος στα αίματα, αιμόφυρτος 2. σκοτωμένος, δολοφονημένος 3. αυτός που βούτηξε τα χέρια του στο αίμα, που πήρε μέρος σε φόνο ή σε φονική συμπλοκή …   Dictionary of Greek

  • αιματόπνιχτος — η, ο ο πνιγμένος στο αίμα, αιμόφυρτος …   Dictionary of Greek

  • αιματόφυρτος — αἱματόφυρτος, ον (AM) ο αιμόφυρτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + φυρτός < φύρω «αναμιγνύω με υγρό»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»