Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἱμωπός

См. также в других словарях:

  • αιμωπός — αἱμωπός, ὸν (Α) παράλληλος τύπος τής λέξης αιματωπός* …   Dictionary of Greek

  • αἱμωπός — flushed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωπόν — αἱμωπός flushed masc/fem acc sg αἱμωπός flushed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωποί — αἱμωπός flushed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωπούς — αἱμωπός flushed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωπά — αἱμωπός flushed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἱμωπῶν — αἱμωπός flushed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»