-
1 αιμωπός
-
2 αἱμωπός
-
3 αἱμωπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμωπός
-
4 αιμωπόν
-
5 αἱμωπόν
-
6 αιμωποί
-
7 αἱμωποί
-
8 αιμωπούς
-
9 αἱμωπούς
-
10 αιμωπών
-
11 αἱμωπῶν
-
12 αιμωπά
-
13 αἱμωπά
См. также в других словарях:
αιμωπός — αἱμωπός, ὸν (Α) παράλληλος τύπος τής λέξης αιματωπός* … Dictionary of Greek
αἱμωπός — flushed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμωπόν — αἱμωπός flushed masc/fem acc sg αἱμωπός flushed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμωποί — αἱμωπός flushed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμωπούς — αἱμωπός flushed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμωπά — αἱμωπός flushed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμωπῶν — αἱμωπός flushed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek