-
1 αἱμορραγία
αἱμο-ρρᾰγία, ἡ,A haemorrhage, Hp.Art.69, Aph.7.21; any violent bleeding, ib.5.16; nose-bleeding, Gal.17(1).50, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμορραγία
См. также в других словарях:
θηλορραγία — η ιατρ. η αιμορραγία τής θηλής τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + ρραγία (< ρραγής < ερράγην, αορ. β τού ρήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία, γαστρο ρραγία] … Dictionary of Greek
ουλορραγία — η ιατρ. τοπική αιμορραγία τών ούλων, που είναι συχνή επιπλοκή τής ουλίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + ρραγία (πρβλ. αιμο ρραγία)] … Dictionary of Greek
οφθαλμορραγία — η αιμορραγία τών αγγείων τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmorrhagie (< οφθαλμός + ρραγία < ρήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία] … Dictionary of Greek
φλεβορραγία — η, ΝΜΑ αιμορραγία από φλέβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγία. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. γαλλ. phleborragie] … Dictionary of Greek
χολορραγία — η, Ν ιατρ. χολόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + ρραγία (< ρραγής < ρήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. αιμο ρραγία] … Dictionary of Greek
ωτορραγία — η, Ν ιατρ. αιμορραγία τού έξω ακουστικού πόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία] … Dictionary of Greek