Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἱμο-ρρᾰγία

См. также в других словарях:

  • θηλορραγία — η ιατρ. η αιμορραγία τής θηλής τού μαστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή + ρραγία (< ρραγής < ερράγην, αορ. β τού ρήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία, γαστρο ρραγία] …   Dictionary of Greek

  • ουλορραγία — η ιατρ. τοπική αιμορραγία τών ούλων, που είναι συχνή επιπλοκή τής ουλίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + ρραγία (πρβλ. αιμο ρραγία)] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμορραγία — η αιμορραγία τών αγγείων τού οφθαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmorrhagie (< οφθαλμός + ρραγία < ρήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία] …   Dictionary of Greek

  • φλεβορραγία — η, ΝΜΑ αιμορραγία από φλέβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγία. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. γαλλ. phleborragie] …   Dictionary of Greek

  • χολορραγία — η, Ν ιατρ. χολόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + ρραγία (< ρραγής < ρήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. αιμο ρραγία] …   Dictionary of Greek

  • ωτορραγία — η, Ν ιατρ. αιμορραγία τού έξω ακουστικού πόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»