-
1 αἱμορρυής
αἱμο-ρρυής, ές,A = αἱμόρρυτος, Phryn. PSp.26B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἱμορρυής
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
καταρρυής — καταρρυής, ές (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω γλιστρώντας 2. (για λιπαρές σάρκες που θερμαίνονται) σταλάζω λίπος («καταρρυεῑς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύ ην), πρβλ.… … Dictionary of Greek
ξενορρυής — ξενορρυής, ές (Α) αυτός που ρέει με παράξενο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αορ. β ἐ ρρύ ην), πρβλ. αιμο ρρυής, γονο ρρυής] … Dictionary of Greek