-
1 αἱμο-πτυϊκός
αἱμο-πτυϊκός, Blut speiend, Medic.
-
2 αἱμοπτυϊκός
αἱμο-πτυϊκός, Blut speiend, Medic
См. также в других словарях:
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek