-
1 αιμορραγης
См. также в других словарях:
αιμορραγής — αἱμορραγής, ὲς (Α) αυτός που αιμορραγεί, που πάσχει από ακατάσχετη αιμορραγία («ποδὸς αἱμορραγὴς φλὲψ» Σοφ. Φιλ. 825). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + ρραγὴς < ἐρράγην, αόρ. β΄ τού ρ. ῥήγνυμι. ΠΑΡ. αιμορραγία, αιμορραγώ, αρχ. αἱμορραγώδης] … Dictionary of Greek
αἱμορραγής — bleeding violently masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμορραγέσι — αἱμορραγής bleeding violently masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμορραγεῖ — αἱμορραγέω have a haemorrhage pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) αἱμορραγέω have a haemorrhage pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) αἱμορραγής bleeding violently masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἱμορραγής bleeding… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμορραγεῖς — αἱμορραγέω have a haemorrhage pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) αἱμορραγής bleeding violently masc/fem acc pl αἱμορραγής bleeding violently masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμορραγώ — (Α αἱμορραγῶ) [αἱμορραγής] έχω αιμορραγία, πάσχω από αιμορραγία νεοελλ. 1. υποφέρω, είμαι τραυματισμένος ψυχικά 2. «πληγή που αιμορραγεί», ψυχικό τραύμα, πόνος που δεν μπορεί κανείς να απαλύνει … Dictionary of Greek