Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἱματίτῃ

См. также в других словарях:

  • αἱματίτῃ — αἱματί̱τῃ , αἱματίτης blood like masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… …   Dictionary of Greek

  • αιματοστάτης — ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο αιματόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος (ποικιλία τού αιματίτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + στάτης < ρ. στέκω. ΠΑΡ. αιματοστάτι] …   Dictionary of Greek

  • μίλτος — η (ΑΜ μίλτος) παραλλαγή τού ορυκτού αιματίτη και το παραγόμενο από αυτή κόκκινο χρώμα («τὸ δὲ σῶμα χρίονται μίλτῳ», Ηρόδ.) αρχ. 1. σχοινί βαμμένο με μίλτο 2. η ερυσίβη 3. μαγική ονομασία τού αίματος 4. ερυθρός μόλυβδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μίλτος έχει… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητίτης — Ορυκτό του σιδήρου με χημικό τύπο Fe3O4. Ανήκει στην ομάδα των σπινελίων και κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα, με μορφή συνήθως οκταεδρική και ρομβοδωδεκαεδρική. Έχει αστραφτερό μαύρο χρώμα, έλκεται από τον μαγνήτη και παρουσιάζει μαγνητισμό,… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόλιθος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται ένας μετεωρίτης, του οποίου το πέτρωμα και το κράμα σίδηρου νικέλιου βρίσκονται σε ίσες περίπου αναλογίες και το ορυκτό με την επιστημονική ονομασία τριοξείδιο του σίδηρου, που αποτελεί στιφρή και γεώδη παραλλαγή… …   Dictionary of Greek

  • σμύριδα — Ορυκτό που περιέχει κρυστάλλους αλουμίνας, μεγάλης σκληρότητας και χρησιμοποιείται ως λειαντικό. Βασικό συστατικό της σ. είναι το κορούνδιο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, με τη μορφή σκόνης για τη λείανση μαρμάρων, αν υγρανθεί με νερό, και για… …   Dictionary of Greek

  • τακονίτης — Μεταμορφωσιγενές στρωματικό σιδηρούχο μετάλλευμα. Αποτελείται από χαλαζία και σχιστόλιθο σε εναλλασσόμενα στρώματα. Η σύστασή του αποτελείται κυρίως από χαλαζία, αιματίτη, μαγνητίτη, βιοτίτη, χλωρίτες, αμφιβολίτες, ανθρακικά άλατα κλπ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • αβαντουροειδής άστριος — Ορυκτό, παραλλαγή του αστρίου. H ερυθρίζουσα απόχρωσή του οφείλεται στα μικρά λέπια αιματίτη που περιέχει. Ονομάζεται επίσης ηλιόλιθος …   Dictionary of Greek

  • Αλταμίρα — (Altamira). Τοποθεσία στην Ισπανία, κοντά στο Σανταντέρ, ονομαστή για το σπήλαιο με τις προϊστορικές βραχογραφίες, που έφεραν για πρώτη φορά τους αρχαιολόγους σε επαφή με την προϊστορική τέχνη. Το σπήλαιο αυτό το ανακάλυψε τυχαία ένας κυνηγός το… …   Dictionary of Greek

  • γκετίτης — Ορυκτό της ομάδας των οξειδίων με χημικό τύπο FeO(OH). Κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα συμμετρίας με πυκνότητα 3,3 4,3 gr/cm3 και σκληρότητα 5 5,5 στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών. Ο γ. είναι συνήθως μαύρου χρώματος και πήρε το όνομά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»