-
1 αιματούσα
αἱματάωto be bloodthirsty: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)αἱματόωmake bloody: pres part act fem nom /voc sg (attic ionic) -
2 αἱματοῦσα
αἱματάωto be bloodthirsty: pres part act fem nom /voc sg (attic epic doric ionic)αἱματόωmake bloody: pres part act fem nom /voc sg (attic ionic)
См. также в других словарях:
αιματούσα — η [αίμα] 1. λέγεται για τη γυναίκα που συνήθως έχει άφθονη ρύση έμμηνου αίματος (αλλ. αιματορροούσα*) 2. αιματώδες στίγμα τού προσώπου 3. (στην Κύπρο) (ως επίθ. τής Θεοτόκου) αυτή που θεραπεύει τις γυναίκες που έχουν προβλήματα υγείας με την… … Dictionary of Greek
αἱματοῦσα — αἱματάω to be bloodthirsty pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) αἱματόω make bloody pres part act fem nom/voc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek