-
1 αιματοπότης
-
2 αἱματοπότης
См. также в других словарях:
αιματοπότης — Επιστημονική ονομασία γένους διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ταβανιδών, γνωστό κυρίως ως ντάβανοςαλογόμυγα (αρχ. οίστρος). Είναι καστανόφαιο έντομο, με κοκκινοπράσινα μάτια, που ζει στο βόρειο ημισφαίριο και προσβάλλει ζώα και ανθρώπους,… … Dictionary of Greek
αἱματοπότης — αἱματοποτέω drink blood imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιματοποτώ — αἱματοποτῶ ( έω) (Μ) [αἱματοπότης] πίνω, ρουφώ αίμα, αιμοποτώ … Dictionary of Greek
αιματοπώτης — αἱματοπώτης, ο (θηλ. ῶτις) (Α) βλ. αιματοπότης … Dictionary of Greek
αιμοπότης — ο (Α αἱμοπότης) ο αιματοπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + πότης < πίνω ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αἱμοποσία νεοελλ. αιμοποτώ] … Dictionary of Greek