-
1 αιματοποιητική
-
2 αἱματοποιητικῇ
-
3 αιματοποιητική
-
4 αἱματοποιητική
См. также в других словарях:
αἱματοποιητικῇ — αἱματοποιητικός blood making fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱματοποιητική — αἱματοποιητικός blood making fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)