Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἱμαλωπιάω

См. также в других словарях:

  • αιμαλωπιάω — αἱμαλωπιάω (Α) [αἱμάλωψ] πάσχω από αιμάλωπα, θρόμβωση αίματος …   Dictionary of Greek

  • αἱμαλωπιᾷ — αἱμαλωπιάω have the appearance of clotted blood pres subj mp 2nd sg αἱμαλωπιάω have the appearance of clotted blood pres ind mp 2nd sg (epic) αἱμαλωπιάω have the appearance of clotted blood pres subj act 3rd sg αἱμαλωπιάω have the appearance of… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιμάλωψ — αἱμάλωψ, ωπος, ο (Α) 1. μάζα πηγμένου αίματος 2. μέρος τού σώματος όπου έχει μαζευτεί πηγμένο αίμα 3. θρόμβος, θρόμβωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + λωψ αν το αβέβαιης ετυμολογίας β΄ συνθ. λωψ συνδέεται προς τα λέπω* λώπη*, λῶπος* κ.τ.ό. τότε σχετίζεται …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»