-
1 Αιόλιον
-
2 Αἰόλιον
-
3 αιόλιον
-
4 αἰόλιον
См. также в других словарях:
Αἰόλιον — Αἰόλιος of masc acc sg Αἰόλιος of neut nom/voc/acc sg Αἰόλιος of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰόλιον — αἰολέω imperf ind act 3rd pl (doric) αἰολέω imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους δεκατρείς μνηστήρες της Ιπποδάμειας, που τον σκότωσε ο πατέρας της Οινόμαος για να εμποδίσει τον γάμο της και την επαλήθευση του χρησμού πως θα τον σκότωνε όποιος τη νυμφευόταν. * * * αἰόλιος, ον (Α) Ι [Αἰολίς]… … Dictionary of Greek