Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰόλιον

См. также в других словарях:

  • Αἰόλιον — Αἰόλιος of masc acc sg Αἰόλιος of neut nom/voc/acc sg Αἰόλιος of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰόλιον — αἰολέω imperf ind act 3rd pl (doric) αἰολέω imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιόλιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους δεκατρείς μνηστήρες της Ιπποδάμειας, που τον σκότωσε ο πατέρας της Οινόμαος για να εμποδίσει τον γάμο της και την επαλήθευση του χρησμού πως θα τον σκότωνε όποιος τη νυμφευόταν. * * * αἰόλιος, ον (Α) Ι [Αἰολίς]… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»