-
1 Αιάντειος
-
2 Αἰάντειος
-
3 Αἰάντειος
-
4 Αἰάντειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἰάντειος
-
5 Αιάντειον
-
6 Αἰάντειον
-
7 Αιαντείους
-
8 Αἰαντείους
-
9 Αιάντεια
-
10 Αἰάντεια
-
11 Αιάντειε
-
12 Αἰάντειε
-
13 γέλως
γέλως, [dialect] Aeol. [full] γέλος, ὁ, gen. γέλωτος, [dialect] Att. γέλω: dat. γέλωτι, [dialect] Ep. γέλω orAγέλῳ Od.18.100
: acc. γέλωτα, poet. (and late Prose, Polyaen.1.34.2, f.l.in Palaeph.30) γέλων, v. infr. (acc. γέλω is v.l. in Od.18.350, cf. infr.): gen. pl. : dat.γέλωσιν Ph. 2.167
, PGiss.1.3.6 (ii A. D.): ([etym.] γελάω):— laughter,γέλῳ ἔκθανον Od. 18.100
;γέλω.. παρέχουσαι 20.8
; ἄσβεστον γέλω (v.l. γέλον) ὦρσεν ib. 346;ἄσβεστος δ' ᾰρ' ἐνῶρτο γέλως.. θεοῖσι Il.1.599
;γέλων δ' ἑτάροισιν ἔτευχε Od.18.350
; ; γέλωτα ποιεῖν, μηχανᾶσθαι, κινεῖν, X.Cyr.2.2.11 and 14, Smp.1.14;παρασκευάζειν Pl.Lg. 669d
; γέλων ξυντιθέναι, γέλωτα ἄγειν, S.Aj. 303, 382;γ. ἔχει τινά Od.8.344
;γ. ἂν γίγνοιτο Pl.Plt. 295e
;γέλωτος καταρραγέντος Ath.5.211c
(so in [voice] Act., πολλοὺς κατέρρηξεν ἡμῶν γέλωτας Hippoloch.ib. 130c);κατασχεῖν γέλωτα X.Cyr.2.2.5
, etc.;οὐ γέλωτα δεῖ σ' ὀφλεῖν E.Med. 404
, cf.Ar.Fr. 898; ἐπὶ γέλωτι to provoke laughter, Hdt.9.82, Ar.Ra. 405; γέλωτος ἄξια ridiculous, E.Heracl. 507; ἅμα or σὺν γέλωτι, Pl.Lg. 789d, X.An.1.2.18;μετὰ γέλωτος Antiph.144.6
; ἐν γέλωτι προφέρειν in joke, Plu.2.124d; πολὺς γ. loud laughter, X.Cyr. 2.3.18, etc. (πλατὺς γ., which Thom.Mag.p.293 R. recommends, is not classical); μέγιστος, ἰσχυρὸς γ., Pl.Plt.l.c., R. 388c; Σαρδόνιος γ. (v. Σαρδόνιος) ; Αἰάντειος γ. a maniac's laugh, Diogenian.1.17.2 metaph. of waves, = γέλασμα, Opp.H.4.334.II occasion of laughter, food for laughter,γ. γίγνομαί τινι S.OC 902
; ταῦτ' οὐ γ. κλύειν ἐμοῦ; E. Ion 528;γέλωτά τινα τίθεσθαι Hdt.3.29
, 7.209; ; εἰς γ. τρέπειν, ἐμβάλλειν, Th.6.35, D.10.75;ἐν γέλωτι ποιεῖσθαί τι Luc.Hist.Conscr.32
, etc.;γ. ἔσθ' ὡς χρώμεθα τοῖς πράγμασι D.4.25
;ὅσα γὰρ.., πλείων ἐστὶ γ. τοῦ μηδενός Id.14.26
.
См. также в других словарях:
αιάντειος — αἰάντειος, εία, ειον (Α) [Αἴας] 1. αυτός που ανήκει στον Αίαντα 2. φρ. «αἰάντειος γέλως», γέλιο παράφρονος, παρανοϊκού, όπως εκείνο τού Αίαντος τού Τελαμώνιου (Αἰάντειον το ιερό τού Αίαντος τὰ Αἰάντεια, γιορτές στη μνήμη τού Αίαντος) … Dictionary of Greek
Αἰάντειος — of Ajax masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιάντειος — α, ο του Αίαντα, κυρίως στη φράση «γέλιο αιάντειο», δηλ. γέλιο σαν αυτό του Αίαντα όταν έχασε το λογικό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αἰάντειον — Αἰάντειος of Ajax masc acc sg Αἰάντειος of Ajax neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰαντείους — Αἰάντειος of Ajax masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰάντεια — Αἰάντειος of Ajax neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰάντειε — Αἰάντειος of Ajax masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Веллиос, Константинос — … Википедия
Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού … Dictionary of Greek
γέλως — ( ωτος), ο (AM γέλως) 1. το γέλιο για δήλωση χαράς, ειρωνείας ή σαρκασμού 2. ο ήχος που αναδίδεται από το γέλιο 3. αιτία, λόγος που προκαλεί γέλιο 4. κοιλότητα που σχηματίζεται στα μάγουλα κατά το γέλιο, κοινώς λακκάκι 5. φρ. α) «Σαρδόνιος γέλως» … Dictionary of Greek