-
1 αιάγμασιν
-
2 αἰάγμασιν
См. также в других словарях:
αἰάγμασιν — αἴαγμα wail neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αιάγμασιν
2 αἰάγμασιν
αἰάγμασιν — αἴαγμα wail neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)