-
1 αιώρας
-
2 αἰώρας
-
3 ἔγκρισις
A approval, judgement, IG9(2).338.17 (Epist. Flaminini).2 examination of athletes before admitting them to a contest, Luc.Pr.Im.11, Artem.1.59, Aristid.Or.29(40).18 (pl.).II junction, meeting,ἡ ἐπὶ τοὺς μηροὺς ἔ. Alciphr.1
.39 [suff] ἐγ-κρῐτέον, one must admit, εἰς ἀριθμὀν τινα, opp. ἀποκρ-, Pl. R. 537a, cf. 413d;διορισμὸν ἐ. ὡς πιθανώτατον Dam.Pr. 436
, cf. Jul. Or.7.219a; one must approve, recommend,αἰώρας Herod.Med.
in Rh.Mus.58.86: also pl. ἐγκριτέα ib.112.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔγκρισις
-
4 ὑποτυφόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτυφόομαι
См. также в других словарях:
αἰώρας — αἰώρᾱς , αἰώρα swing fem acc pl αἰώρᾱς , αἰώρα swing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άροτρο — Γεωργικό εργαλείο που σύρεται και με συνεχή εργασία σχίζει και ξανακυλά το χώμα και το προετοιμάζει για τις επόμενες φάσεις της καλλιέργειας. H χρήση του α., αν και πανάρχαια, χαρακτηρίζει λαούς με ανώτερο πολιτισμό, μη νομαδικούς. Το ά. ήταν… … Dictionary of Greek