-
1 αιωρήσει
αἰώρησιςoscillatory movement: fem nom /voc /acc dual (attic epic)αἰωρήσεϊ, αἰώρησιςoscillatory movement: fem dat sg (epic)αἰώρησιςoscillatory movement: fem dat sg (attic ionic)αἰωρέωlift up: aor subj act 3rd sg (epic)αἰωρέωlift up: fut ind mid 2nd sgαἰωρέωlift up: fut ind act 3rd sg -
2 αἰωρήσει
αἰώρησιςoscillatory movement: fem nom /voc /acc dual (attic epic)αἰωρήσεϊ, αἰώρησιςoscillatory movement: fem dat sg (epic)αἰώρησιςoscillatory movement: fem dat sg (attic ionic)αἰωρέωlift up: aor subj act 3rd sg (epic)αἰωρέωlift up: fut ind mid 2nd sgαἰωρέωlift up: fut ind act 3rd sg
См. также в других словарях:
αἰωρήσει — αἰώρησις oscillatory movement fem nom/voc/acc dual (attic epic) αἰωρήσεϊ , αἰώρησις oscillatory movement fem dat sg (epic) αἰώρησις oscillatory movement fem dat sg (attic ionic) αἰωρέω lift up aor subj act 3rd sg (epic) αἰωρέω lift up fut ind mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάβρωση — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωλογία και, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στο σύνολο των διεργασιών που προκαλούν διάφοροι φυσικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα την αργή αλλά συνεχή αποσύνδεση και αποκομιδή, λιγότερο ή περισσότερο έντονη κατά τόπους,… … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
νεφελόμετρο — το (μετεωρ. χημ.) όργανο για τη μέτρηση τής έντασης τών φωτεινών ακτίνων οι οποίες διαχέονται πλευρικώς από ένα υγρό που φέρει τεμαχίδια ουσιών εν αιωρήσει, με αποτέλεσμα να λαμβάνεται έτσι ένα μέτρο τής θολότητας τού διαλύματος. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek