Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἰχμῶν

  • 1 αιχμών

    αἰχμάζω
    throw the spear: fut part act masc voc sg
    αἰχμάζω
    throw the spear: fut part act neut nom /voc /acc sg
    αἰχμάζω
    throw the spear: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
    αἰχμή
    point of a spear: fem gen pl

    Morphologia Graeca > αιχμών

  • 2 αἰχμῶν

    αἰχμάζω
    throw the spear: fut part act masc voc sg
    αἰχμάζω
    throw the spear: fut part act neut nom /voc /acc sg
    αἰχμάζω
    throw the spear: fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
    αἰχμή
    point of a spear: fem gen pl

    Morphologia Graeca > αἰχμῶν

См. также в других словарях:

  • αἰχμῶν — αἰχμάζω throw the spear fut part act masc voc sg αἰχμάζω throw the spear fut part act neut nom/voc/acc sg αἰχμάζω throw the spear fut part act masc nom sg (attic epic ionic) αἰχμή point of a spear fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

  • Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

  • αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφόρηση — Μετακίνηση φορτισμένων κολλοειδών σωματιδίων υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου· τα θετικά φορτισμένα σωματίδια κατευθύνονται προς το αρνητικό ηλεκτρόδιο και τα αρνητικά φορτισμένα προς το θετικό. Η ταχύτητα μεταφοράς εξαρτάται από τον αριθμό των …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • φαιδρός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …   Dictionary of Greek

  • αποκλεισμού, σύστημα — Οργανικά διαρθρωμένο σύνολο ηλεκτρολογικών εξαρτημάτων που χρησιμοποιείται στα σιδηροδρομικά δίκτυα και έχει σκοπό την ασφάλεια της κυκλοφορίας των αμαξοστοιχιών, τόσο στη διακίνησή τους μέσα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς όσο και κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Ερτεμπέλε — (Ertebölle). Τοποθεσία της βορειοανατολικής Δανίας, από την οποία πήρε την ονομασία του ένας προϊστορικός πολιτισμός, πολύ διαδεδομένος κατά μήκος των ακτών της Δανίας και της νότιας Σουηδίας κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που δεν έχει καθοριστεί …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • μουστέριο ή μουστιαία εποχή — Πολιτισμός της μέσης Παλαιολιθικής εποχής, που πήρε το όνομα από τον βράχο Le Moustier στην Ντορντόν (νότια Γαλλία). Η ακμή του τοποθετείται κατά τη διάρκεια της τελευταίας παγετώδους φάσης, που αντιστοιχεί στο μέσο πλειστόκαινο. To μ. είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»