-
1 αἰχμό-δετος
αἰχμό-δετος, im Kriege gefesselt, gefangen, Soph. frg. 41.
-
2 αἰχμόδετος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰχμόδετος
-
3 αἰχμόδετος
αἰχμό-δετος, im Kriege gefesselt, gefangen
См. также в других словарях:
χαλκόδετος — η, ο / χαλκόδετος, ον, ΝΜΑ δεμένος με χάλκινα ελάσματα («χαλκόδετ ἔμβολα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αἰχμό δετος, λινό δετος] … Dictionary of Greek