Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰφνίδια

См. также в других словарях:

  • αἰφνίδια — ἀφνίδιος neut nom/voc/acc pl αἰφνίδιος unforeseen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰφνιδίας — αἰφνιδίᾱς , ἀφνίδιος fem acc pl αἰφνιδίᾱς , ἀφνίδιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰφνιδίαν — αἰφνιδίᾱν , ἀφνίδιος fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλαμπή — η [αναλάμπω] 1. αιφνίδια και σύντομη λάμψη φωτός ή γυαλιστερού αντικειμένου, λαμπύρισμα 2. σπινθήρας, σπίθα ή φλόγα φωτιάς 3. αιφνίδια και σύντομη επαναλειτουργία μιας χαμένης σωματικής, ψυχικής ή πνευματικής ιδιότητας, φωτεινό διάλειμμα 4.… …   Dictionary of Greek

  • ξέσπασμα — το [ξεσπώ] 1. βίαιη και αιφνίδια εξωτερίκευση, έκρηξη συναισθημάτων 2. αιφνίδια έναρξη, ξαφνική εμφάνιση («το ξέσπασμα τού κακού») 2. μη ελεγχόμενη συμπεριφορά που οφείλεται σε αμηχανία ή έντονο συναίσθημα («στο ξέσπασμά του γίνεται αγνώριστος») …   Dictionary of Greek

  • περιπέτεια — η, ΝΑ [περιπετής] 1. απροσδόκητο και παράδοξο συμβάν που ενέχει κινδύνους και συνεπάγεται συγκινήσεις ή ταλαιπωρίες 2. (στο αρχαίο ελληνικό δράμα) αιφνίδια αναστροφή τών περιστάσεων, γύρω από την οποία περιστρέφεται πλέον η πλοκή, όπως λ.χ. η… …   Dictionary of Greek

  • σούμπιτος — η, ο, Ν αιφνίδιος, ξαφνικός. επίρρ... σουμπιτο Ν 1. αιφνίδια, ξαφνικά 2. μεμιάς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. subito «ξαφνικός, αιφνίδια»] …   Dictionary of Greek

  • συνάντημα — το, ΝΜΑ [συναντῶ] τυχαίο συμβάν, σύμπτωση νεοελλ. συνάντηση, συναπάντημα μσν. αρχ. (για νόσο ή επιδημία) αιφνίδια επίπτωση, αιφνίδια προσβολή αρχ. επιβεβαίωση, επικύρωση …   Dictionary of Greek

  • συναγερμός — ο, ΝΑ, και συναγυρμός Α [συναγείρω] συνάθροιση, σύναξη («ἐγένετο παλλαϊκὸς συναγερμός», Δαμάσκ. Αρχ.) νεοελλ. 1. η σε έκτακτες περιστάσεις αιφνίδια πρόσκληση και συγκέντρωση πλήθους 2. προειδοποιητικό σήμα για κίνδυνο 3.στρ. η κατά το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • напрасныи — (42) пр. 1.Неожиданный, внезапный: Аште къто имать очиштенѹ д҃шѫ... и видить хѹдость своѥго ѥстьства. ѹмалени˫а же и напраснѹю съмьрть сего жити˫а. (ὠκύμορον) Изб 1076, 27 об.; аще ли тѹ въ римѣ напрасна нѹжда бѹдеть на область ити. (αἰφνίδια)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ΝΑΤΟ — Εξελληνισμένος τύπος του αρκτικόλεξου ΝΑΤΟ (North Atlantic Treaty Organization), δηλαδή Οργάνωση Βορειοατλαντικού Συμφώνου. Σύμφωνο που συνήψαν στην Ουάσινγκτον (τον Απρίλιο του 1949) 12 χώρες της Ευρώπης και Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»