-
1 αδυνατως
1) в состоянии слабости, без силαἰφνιδίου ἀ. ἔχειν Plat. — внезапно слечь без сил;
ἀ. ἔχειν τῷ σώματι Plut. — быть физически слабым;ἀ. ἔχειν πρὸς τὰς στρατείας Plut. — быть негодным к военной службе2) не в силах, не в состоянииἀ. εχειν πρεσβεύειν Arst. — не быть в состоянии выполнять обязанности посла
-
2 ρευμα
- ατος τό1) поток, струя(μειλιχίων ποτῶν Soph.; ἐλαίου Plat.; перен. κλαυθμῶν καὴ ὀδυρμῶν Plut.)
τὸ τῆς αὔξης καὴ τροφῆς ῥ. Plat. — приток питательных веществ и непрерывный рост;τὸ τῆς ὄψεως ῥ. Plat. — непрерывный зрительный акт2) тж. pl. течение(ῥεύματα ἰσχυρά Her.; ῥ. Νείλου Plat.)
3) текучесть, непостоянство(τὸ τῆς τύχης ῥ. Men.)
4) извержение (sc. τῆς Αἴτνης Thuc.)5) наплыв, множество, масса(στρατοῦ Aesch., Eur.; μελισσῶν Anth.)
6) разлив, наводнение7) напор, стремительность(ῥ. πολέμου Plut.)
8) мед. истечение или слизь(ῥεύματα νοσηματικά Arst.)
9) ревматическое страдание
См. также в других словарях:
αἰφνιδίου — ἀφνίδιος masc/neut gen sg αἰφνίδιος unforeseen masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… … Dictionary of Greek
ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… … Dictionary of Greek
Πικέρμι — Οικισμός της Αττικής, στις νότιες υπώρειες της Πεντέλης, από την περιοχή του οποίου προέρχονται σπουδαία παλαιοντολογικά ευρήματα, γνωστά ως πικερμική πανίδα. Υπάγεται στη νομαρχία Ανατολικής Αττικής, του νομού Αττικής. Κατά τη διάρκεια της… … Dictionary of Greek