Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰτ-ητός

См. также в других словарях:

  • έννυμι — ἕννυμι και ἑννύω, ιων. τ. εἵνυμι και εἱνύω (Α) 1. ντύνω, περιβάλλω κάποιον με κάτι (ενδύματα, ασπίδα, πανοπλία κ.λπ.) 2. (μέσ. και παθ. με αιτ. πράγμ.) ντύνομαι, φορώ κάτι («κακὰ δὲ χροΐ εἵματα εἷμαι» έχω φορέσει στο σώμα μου παλιόρουχα, Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • αργής — ἀργής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός 2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ τού αργός (Ι) + επίθημα * ēt , με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό… …   Dictionary of Greek

  • φερβήτης — ου, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) βοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί παρ. τού ρ. φέρβω «βόσκω, τρέφω» και απαντά μόνον στον Ησύχ. στον τ. τής αιτ. φέρβητας νομεῖς, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να καθοριστεί με βεβαιότητα η μορφή τής ονομ. (φερβήτης, ου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»