Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰτιολογίᾳ

См. также в других словарях:

  • αἰτιολογία — αἰτιολογίᾱ , αἰτιολογία a giving the cause fem nom/voc/acc dual αἰτιολογίᾱ , αἰτιολογία a giving the cause fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογίᾳ — αἰτιολογίᾱͅ , αἰτιολογία a giving the cause fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτιολογία — η (Α αἰτιολογία) [αἰτιολογῶ] η παράθεση των λόγων, η εξήγηση τής αιτίας που προκαλεί κάτι, αιτιολόγηση, δικαιολογία …   Dictionary of Greek

  • αἰτιολογίας — αἰτιολογίᾱς , αἰτιολογία a giving the cause fem acc pl αἰτιολογίᾱς , αἰτιολογία a giving the cause fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογίαι — αἰτιολογίᾱͅ , αἰτιολογία a giving the cause fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογίαν — αἰτιολογίᾱν , αἰτιολογία a giving the cause fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιολογίαις — αἰτιολογία a giving the cause fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… …   Dictionary of Greek

  • μάθηση — Ο όρος με την ευρεία έννοια αναφέρεται στη διαδικασία μέσω της οποίας κάθε έμψυχο ov, από την αμοιβάδα έως τον άνθρωπο, προσαρμόζεται στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις του, τροποποιώντας το με τη σειρά του, για να αντλήσει τα μεγαλύτερα οφέλη… …   Dictionary of Greek

  • νεύρωση — I (Βοτ.). Η διάταξη των νεύρων ή φλεβών του φύλλου. Στη ν. παρατηρείται το διάμεσο νεύρο και οι διακλαδώσεις του ή φλέβες. Τα φύλλα ως προς τη ν. διακρίνονται σε παραλληλόνευρα, όταν τα νεύρα βαίνουν παράλληλα, όπως στα περισσότερα… …   Dictionary of Greek

  • ψυχοσωματική — Τομέας της ιατρικής, που μελετά τον ρόλο των ψυχικών παραγόντων στην εμφάνιση οργανικών παθήσεων. Η επίδραση αυτή μπορεί να αφορά τόσο την αιτιολογία όσο και τη συμπτωματολογία ή τη θεραπεία πολυάριθμων φαινομένων. Μόνο κατά τον 20ό αι., ιδίως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»