-
1 αιτιολογικήν
-
2 αἰτιολογικήν
См. также в других словарях:
αἰτιολογικήν — αἰτιολογικός ready at giving the cause fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αιτιολογικήν
2 αἰτιολογικήν
αἰτιολογικήν — αἰτιολογικός ready at giving the cause fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)