-
1 αιτιολογικά
αἰτιολογικόςready at giving the cause: neut nom /voc /acc plαἰτιολογικά̱, αἰτιολογικόςready at giving the cause: fem nom /voc /acc dualαἰτιολογικά̱, αἰτιολογικόςready at giving the cause: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 αἰτιολογικά
αἰτιολογικόςready at giving the cause: neut nom /voc /acc plαἰτιολογικά̱, αἰτιολογικόςready at giving the cause: fem nom /voc /acc dualαἰτιολογικά̱, αἰτιολογικόςready at giving the cause: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 αιτιολογικάς
-
4 αἰτιολογικάς
См. также в других словарях:
αἰτιολογικά — αἰτιολογικός ready at giving the cause neut nom/voc/acc pl αἰτιολογικά̱ , αἰτιολογικός ready at giving the cause fem nom/voc/acc dual αἰτιολογικά̱ , αἰτιολογικός ready at giving the cause fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιολογικάς — αἰτιολογικά̱ς , αἰτιολογικός ready at giving the cause fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek
μεσοθηλίωμα — Σπάνιος καρκινικός όγκος των μεμβρανών που καλύπτουν τους πνεύμονες και του επιθηλίου της θωρακικής κοιλότητας. Αιτιολογικά συνδέεται με έκθεση στον αμίαντο. * * * το ιατρ. σπάνιος καλοήθης ή κακοήθης όγκος που εκπορεύεται από το μεσοθήλιο … Dictionary of Greek
εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… … Dictionary of Greek
κεγχριά — Δερματικό εξάνθημα που συνδέεται αιτιολογικά με κατακράτηση ιδρώτα στους ιδρωτοποιούς αδένες … Dictionary of Greek