Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰτιολογικοῦ

См. также в других словарях:

  • αἰτιολογικοῦ — αἰτιολογικός ready at giving the cause masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασιτικές ασθένειες — (Ιατρ.). Ασθένειες του ανθρώπου και των ζώων οι οποίες προκαλούνται από μονοκύτταρα πρωτόζωα, σκουλήκια, τσιμπούρια και μερικά αρθρόποδα. Ανάλογα με τον τύπο του αιτιολογικού παράγοντα, διαιρούνται σε πρωτοζωιάσεις (πρωτοζωικοί αιτιολογικοί… …   Dictionary of Greek

  • ημιπληγία — Πλήρης ομοιόμορφη παράλυση της μιας πλευράς του σώματος (σύστοιχο άνω και κάτω άκρο), που προκαλείται από συμπίεση της εγκεφαλικής ουσίας. Η συμπίεση αυτή μπορεί να οφείλεται σε εγκεφαλική αιμορραγία, θρόμβωση εγκεφαλικών αγγείων, σε όγκους, σε… …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • μηνιγγιτιδόκοκκος — και μηνιγγόκοκκος, ο (μικρβλ.) κοινή ονομασία τού βακτηριακού είδους neisseria meningitidis αιτιολογικού παράγοντα τής μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγίτιδας στον άνθρωπο …   Dictionary of Greek

  • οτιή — ὁτιή και ὅτι ἤ (Α) [ότι] (σύνδ.) 1. (συν. στους κωμικούς αντί τού αιτιολογικού ὅτι) διότι, επειδή 2. (σπαν. αντί τού ειδικού ὅτι) ότι, πως 3. (σε ερωτήσεις με το τί) ὁτιὴ τί γιατί έτσι; …   Dictionary of Greek

  • παθολογία — Βασικός κλάδος της ιατρικής που μελετά τα αίτια, τη γένεση και την εξέλιξη των παθολογικών διεργασιών. Η π. ξεφεύγει από την εξέταση της μεμονωμένης κλινικής περίπτωσης του πάσχοντος ατόμου και μελετά τη νόσο στην τυπική της εικόνα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»