-
1 αιτητικως
-
2 αιτητικώς
-
3 αἰτητικῶς
-
4 αἰτητικός
αἰτητικός, der gern bittet, Arist. Eth. N. 4, 1 u. Sp.; αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα D. L. 6, 31.
-
5 αἰτητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτητικός
См. также в других словарях:
αἰτητικῶς — αἰτητικός fond of asking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτητικός — ή, ό (Α αἰτητικός, ή, όν) απαιτητικός, επίμονος αρχ. φρ. «αἰτητικῶς ἔχω πρός τινα», τού ζητώ επίμονα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από το αἰτητής* (< αἰτῶ) ή λόγω τής σημασίας του απευθείας από το ρ. αἰτῶ ή και το αἴτησις, πράγμα που … Dictionary of Greek