-
121 αἰτιαθήτω
αἰτιᾱθήτω, αἰτιάομαιaccuse: aor imperat mp 3rd sg (attic)αἰτιᾱθήτω, αἰτιάομαιaccuse: aor imperat mp 3rd sg (doric aeolic) -
122 αιτιασαμένη
αἰτιᾱσαμένη, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)αἰτιᾱσαμένη, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic) -
123 αἰτιασαμένη
αἰτιᾱσαμένη, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp fem nom /voc sg (attic epic ionic)αἰτιᾱσαμένη, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp fem nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic) -
124 αιτιασαμένοις
αἰτιᾱσαμένοις, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp masc /neut dat pl (attic)αἰτιᾱσαμένοις, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp masc /neut dat pl (doric aeolic) -
125 αἰτιασαμένοις
αἰτιᾱσαμένοις, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp masc /neut dat pl (attic)αἰτιᾱσαμένοις, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp masc /neut dat pl (doric aeolic) -
126 αιτιασαμένου
αἰτιᾱσαμένου, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp masc /neut gen sg (attic)αἰτιᾱσαμένου, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp masc /neut gen sg (doric aeolic) -
127 αἰτιασαμένου
αἰτιᾱσαμένου, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp masc /neut gen sg (attic)αἰτιᾱσαμένου, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp masc /neut gen sg (doric aeolic) -
128 αιτιασαμένους
αἰτιᾱσαμένους, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp masc acc pl (attic)αἰτιᾱσαμένους, αἰτιάομαιaccuse: aor part mp masc acc pl (doric aeolic)
См. также в других словарях:
αἰτία — αἰτίᾱ , αἴτιος culpable fem nom/voc/acc dual αἰτίᾱ , αἴτιος culpable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἰτίᾱ , αἰτία responsibility fem nom/voc/acc dual αἰτίᾱ , αἰτία responsibility fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτίᾳ — αἰτίᾱͅ , αἴτιος culpable fem dat sg (attic doric aeolic) αἰτίαι , αἰτία responsibility fem nom/voc pl αἰτίᾱͅ , αἰτία responsibility fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
αιτία — η ο λόγος για τον οποίο γίνεται κάτι: Δεν υπάρχει αποτέλεσμα χωρίς αιτία. – Η αιτία της αποχώρησής μου ήταν άλλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰτιᾷ — αἰτιάομαι accuse pres subj mp 2nd sg αἰτιάομαι accuse pres ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴτια — αἴτιος culpable neut nom/voc/acc pl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύκος ἐν αἰτίᾳ γίνεται κἂν φέρῃ κἂν μὴ φέρῃ. — См. Ел ли, не ел, а за обед почтут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αἰτίας — αἰτίᾱς , αἴτιος culpable fem acc pl αἰτίᾱς , αἴτιος culpable fem gen sg (attic doric aeolic) αἰτίᾱς , αἰτία responsibility fem acc pl αἰτίᾱς , αἰτία responsibility fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιαθείσας — αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem acc pl (attic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen sg (attic doric aeolic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem acc pl (doric aeolic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιαθέντα — αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp masc acc sg (attic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιασαμένων — αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen pl (attic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp masc/neut gen pl (attic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen pl (doric aeolic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)