-
21 αἰτία
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰτία
-
22 αἰτία
причина, вина -
23 αιτία
[этиа] ουσ. в. причина, основание, повод,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αιτία
-
24 αιτία
[этиа] ουσ θ причина, основание, повод. -
25 αιτία
причнаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > αιτία
-
26 αιτία
1) cause2) raison -
27 αιτία
1) powód (m) rzecz.2) przyczyna (f) rzecz.3) racja (f) rzecz.4) rozsądek (m) rzecz.5) rozum (m) rzecz. -
28 αιτία
1) důvod2) oprávnění3) právo4) pře5) příčina6) rozum7) věc -
29 αιτία
1) cause2) reasonΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αιτία
-
30 παρ-αιτία
παρ-αιτία, ἡ, Nebenursache, Sp., zw.
-
31 παντ-αιτία
παντ-αιτία, ἡ, die Ursache aller Dinge, Sp.
-
32 συν-αιτία
-
33 ἀν-αιτία
-
34 raison
αιτία -
35 przyczyna
αιτία -
36 rozsądek
αιτία -
37 neden
αιτία, αίτιο, ελατήριο, (gerekce) αφορμή -
38 sebep
αιτία, λόγος, αίτιο, αφορμή, επαγωγή -
39 причина
-ы θ.αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•
причина войны αιτία πολέμου•
расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•
смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•
причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•
по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•
по той -е, что... για το λόγο ότι•
скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•
неосновательная причина αβάσιμη αιτία•
по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•
уважительная причина σοβαρός λόγος•
без -ы αναίτια•
по -е παλ. ένεκα τούτου.
-
40 αιτίας
αἰτίᾱς, αἴτιοςculpable: fem acc plαἰτίᾱς, αἴτιοςculpable: fem gen sg (attic doric aeolic)αἰτίᾱς, αἰτίαresponsibility: fem acc plαἰτίᾱς, αἰτίαresponsibility: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
αἰτία — αἰτίᾱ , αἴτιος culpable fem nom/voc/acc dual αἰτίᾱ , αἴτιος culpable fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αἰτίᾱ , αἰτία responsibility fem nom/voc/acc dual αἰτίᾱ , αἰτία responsibility fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτίᾳ — αἰτίᾱͅ , αἴτιος culpable fem dat sg (attic doric aeolic) αἰτίαι , αἰτία responsibility fem nom/voc pl αἰτίᾱͅ , αἰτία responsibility fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… … Dictionary of Greek
αιτία — η ο λόγος για τον οποίο γίνεται κάτι: Δεν υπάρχει αποτέλεσμα χωρίς αιτία. – Η αιτία της αποχώρησής μου ήταν άλλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰτιᾷ — αἰτιάομαι accuse pres subj mp 2nd sg αἰτιάομαι accuse pres ind mp 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴτια — αἴτιος culpable neut nom/voc/acc pl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύκος ἐν αἰτίᾳ γίνεται κἂν φέρῃ κἂν μὴ φέρῃ. — См. Ел ли, не ел, а за обед почтут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αἰτίας — αἰτίᾱς , αἴτιος culpable fem acc pl αἰτίᾱς , αἴτιος culpable fem gen sg (attic doric aeolic) αἰτίᾱς , αἰτία responsibility fem acc pl αἰτίᾱς , αἰτία responsibility fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιαθείσας — αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem acc pl (attic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen sg (attic doric aeolic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem acc pl (doric aeolic) αἰτιᾱθείσᾱς , αἰτιάομαι accuse… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιαθέντα — αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp neut nom/voc/acc pl (attic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp masc acc sg (attic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor part mp neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) αἰτιᾱθέντα , αἰτιάομαι accuse aor … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιασαμένων — αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen pl (attic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp masc/neut gen pl (attic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part mp fem gen pl (doric aeolic) αἰτιᾱσαμένων , αἰτιάομαι accuse aor part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)