Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

αἰσίας

См. также в других словарях:

  • αἰσίας — αἰσίᾱς , αἴσιος auspicious fem acc pl αἰσίᾱς , αἴσιος auspicious fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • EMBOLA — Graeca vox Ε᾿μβολὴ, in genere transvectio mercium est, quae in anvem ἐμβάλλονται, iniciuntur; In specie sic dicta est olim sollennis et annua publicarum specierum transvectio, quae ex Aegypto fiebat; onus navium Alexandrinarum, quae αἰσία ἐμβολὴ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • απόστημα — Συλλογή πύου μέσα σε μια φυσική κοιλότητα που δεν προϋπήρχε ή σε συμπαγείς ιστούς, που ακολουθείται από φλεγμονώδη φαινόμενα και εκδηλώνεται με πόνο, εξοίδηση (πρήξιμο) και τάση των ιστών. Τα α. διακρίνονται σε οξέα ή θερμά και σε χρόνια ή ψυχρά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»