Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰσχρολογία

См. также в других словарях:

  • αἰσχρολογία — αἰσχρολογίᾱ , αἰσχρολογία foul language fem nom/voc/acc dual αἰσχρολογίᾱ , αἰσχρολογία foul language fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχρολογίᾳ — αἰσχρολογίαι , αἰσχρολογία foul language fem nom/voc pl αἰσχρολογίᾱͅ , αἰσχρολογία foul language fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισχρολογία — η (Α αἰσχρολογία) [αἰσχρολόγος] το να χρησιμοποιεί κανείς αισχρές λέξεις ή να μιλά για αισχρά πράγματα, βωμολοχία, χυδαιολογία αρχ. 1. αισχρός, άσχημος λόγος 2. βρισιά, λοιδορία …   Dictionary of Greek

  • αἰσχρολογίας — αἰσχρολογίᾱς , αἰσχρολογία foul language fem acc pl αἰσχρολογίᾱς , αἰσχρολογία foul language fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχρολογίαι — αἰσχρολογία foul language fem nom/voc pl αἰσχρολογίᾱͅ , αἰσχρολογία foul language fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχρολογίαν — αἰσχρολογίᾱν , αἰσχρολογία foul language fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχρολογιῶν — αἰσχρολογία foul language fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰσχρολογίαις — αἰσχρολογία foul language fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… …   Dictionary of Greek

  • Dionysia — The Dionysia was a large festival in ancient Athens in honor of the god Dionysus, the central event of which was the performance of tragedies and, from 487 BC, comedies. It was the second most important festival after the Panathenaia. The… …   Wikipedia

  • Aischrologie — (von griechisch αίσχρολογία „schmutzige Rede“ bzw. αίσχροσ „Schande, Schmach“), auch Tothasmos (τωθασμός „Spott“, „Neckerei“) bezeichnet im engeren Sinn Schmähreden im kultischen Kontext der Antike, wenn beispielsweise bei Festen der Artemis …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»