-
1 αισχροκερδεια
ἡ низкая алчность, корыстолюбие Soph., Lys., Xen., Plat., Isae. -
2 αισχροκέρδεια
η получение незаконной прибыли, спекуляция -
3 αισχροκέρδεια
[эсхрокердиа] ουσ. Θ. корыстолюбие, спекуляция, черный рынок,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αισχροκέρδεια
-
4 αισχροκέρδεια
[эсхрокердиа] ουσ θ корыстолюбие, спекуляция, черный рынок. -
5 αισχροκερδια
ἡ v. l. = αἰσχροκέρδεια См. αισχροκερδεια
См. также в других словарях:
αἰσχροκερδείᾳ — αἰσχροκερδείᾱͅ , αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκέρδεια — sordid love of gain fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκέρδεια — Η απόκτηση οικονομικής ωφέλειας σε μια συναλλαγή, πολύ μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη ή, με άλλη διατύπωση, η επιτυχία αντιπαροχής, σημαντικά δυσανάλογη με την παροχή του δράστη. Ποινικά τιμωρείται η πράξη αυτή, όταν γίνεται κατ’ επάγγελμακατά… … Dictionary of Greek
αισχροκέρδεια — η υπερβολικό κέρδος στο εμπόριο με παράνομα μέσα (νοθεία, υπερτίμηση, απόκρυψη κτλ.): Η αισχροκέρδεια τιμωρείται με φυλάκιση και πρόστιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰσχροκερδείας — αἰσχροκερδείᾱς , αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem acc pl αἰσχροκερδείᾱς , αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδείαις — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδείης — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδιῶν — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκερδίαις — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχροκέρδειαν — αἰσχροκέρδεια sordid love of gain fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκερδικός — ή, ό [αισχροκέρδεια] αυτός που αναφέρεται σε αισχροκέρδεια ή προέρχεται από αυτήν … Dictionary of Greek