Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αἰσχροκερδεῖς

См. также в других словарях:

  • αἰσχροκερδεῖς — αἰσχροκερδέω to be sordid pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem acc pl αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισχροκερδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που κερδίζει παράνομα: Ήταν ένας από τους πιο αισχροκερδείς εμπόρους της αγοράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»