-
1 αισχροκερδείς
αἰσχροκερδέωto be sordid: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)αἰσχροκερδήςsordidly greedy of gain: masc /fem acc plαἰσχροκερδήςsordidly greedy of gain: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 αἰσχροκερδεῖς
αἰσχροκερδέωto be sordid: pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)αἰσχροκερδήςsordidly greedy of gain: masc /fem acc plαἰσχροκερδήςsordidly greedy of gain: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
3 αἰσχροκερδεῖς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > αἰσχροκερδεῖς
См. также в других словарях:
αἰσχροκερδεῖς — αἰσχροκερδέω to be sordid pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem acc pl αἰσχροκερδής sordidly greedy of gain masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχροκερδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που κερδίζει παράνομα: Ήταν ένας από τους πιο αισχροκερδείς εμπόρους της αγοράς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)