-
1 αἰσχεοκερδής
αἰσχεο-κερδής, ές,A = αἰσχροκερδής, Man.4.314; [suff] αἰσχεό-μυθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχεοκερδής
См. также в других словарях:
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek