-
1 αισιομήτης
-
2 αἰσιομήτης
-
3 αἰσιομήτης
αἰσιομήτης, ὁ,A of right counsel, Zonar.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσιομήτης
См. также в других словарях:
αισιομήτης — αἰσιομήτης, ο (Μ) αυτός που κάνει καλές, αίσιες σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴσιος + μήτης < μῆτις] … Dictionary of Greek
αἰσιομήτης — of right counsel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek