Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αἰσιομήτης

См. также в других словарях:

  • αισιομήτης — αἰσιομήτης, ο (Μ) αυτός που κάνει καλές, αίσιες σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴσιος + μήτης < μῆτις] …   Dictionary of Greek

  • αἰσιομήτης — of right counsel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»