-
1 αισιμώ
-
2 αἰσιμῶ
-
3 αἰσιμῶ
См. также в других словарях:
αἰσιμῶ — αἰσιμόω pres subj act 1st sg αἰσιμόω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αισιμώ
2 αἰσιμῶ
3 αἰσιμῶ
αἰσιμῶ — αἰσιμόω pres subj act 1st sg αἰσιμόω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)