-
1 αισιμίαις
-
2 αἰσιμίαις
-
3 αἰσιμία
αἰσιμία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσιμία
См. также в других словарях:
αἰσιμίαις — αἰσιμία due apportionment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)