-
1 αισθητως
Arst., Plut. = αἰσθητικῶς См. αισθητικως -
2 αισθητώς
-
3 αἰσθητῶς
-
4 αισθητώς
επίρρ. заметно, значительно, сильно;η θερμοκρασία αισθητώς υψώθη — температура значительно поднялась
-
5 αισθητά
см. αισθητώς -
6 νοητός
A falling within the province of νοῦς, mental, opp. φατός, ὁρατός, Parm.8.8, Pl.R. 509d, al.;ν. καὶ ἀσώματα εἴδη Id.Sph. 246b
;ν. ζῷα Id.Ti. 30c
;ν. κόσμος Ph.1.5
, etc.; opp. αἰσθητός, Arist.EN 1174b34, Phld.Piet.81, Plu.2.1114d, D.L.3.10. Adv. -τῶς, opp. αἰσθητῶς, Plot.4.8.6, cf. Ph.1.467, Iamb.Myst.8.6.
См. также в других словарях:
αἰσθητῶς — αἰσθητός sensible adverbial αἰσθητός sensible adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωρατής — ο, Ν 1. αυτός που συλλαμβάνει έναν κλέφτη επ αυτοφώρω 2. αυτός που ανακαλύπτει κρυμμένα αντικείμενα 3. (ραδιοηλεκτρ.) συσκευή ευαίσθητη σε υψίσυχνα ηλεκτρικά ρεύματα, η οποία επιτρέπει την ανίχνευση τής παρουσίας ραδιοηλεκτρικών κυμάτων ή… … Dictionary of Greek
ԶԳԱԼԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0724 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 13c, 14c մ. ԶԳԱԼԱՊԷՍ αἱσθητῶς sensibiliter որ եւ ԶԳԱՅԱՊԷՍ. Զգալի օրինակաւ. մարմնապէս. նիւթապէս. զգալով. զգալի լինելով եւ զգայութեանց. *Զգալապէս գործեն (մարմինք). Փիլ. նխ. ՟ա.: *Զգալի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)