-
1 αισθητικως
-
2 αισθητικώς
επίρρ.1) посредством чувств, чувственным образом; 2) эстетически -
3 αισθητως
Arst., Plut. = αἰσθητικῶς См. αισθητικως -
4 γλυκαζω
досл. делать сладким, перен. давать ощущение сладостиγλυκάζεσθαι αἰσθητικῶς Sext. — чувствовать вкус сладкого
См. также в других словарях:
αἰσθητικῶς — αἰσθητικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισθητικός — ή, ό (Α αἰσθητικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα αισθητήρια και στις αισθήσεις ή στην αντίληψη διά μέσου τών αισθήσεων 2. αυτός που μπορεί να αισθάνεται, ο δεκτικός σε ερεθίσματα τού έξω κόσμου ή τού ίδιου τού σώματός του νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek