-
1 αιροπινον
См. также в других словарях:
αιρόπινον — αἰρόπινον, το (AM) αραιό κόσκινο που χρησιμεύει για τον αποχωρισμό τής αίρας από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται μάλλον για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το ρ. αἴρω «σηκώνω» ή, κατ’ άλλους, το αἶρα (Ι) «η ήρα, ζιζάνιο τών σιτηρών»)… … Dictionary of Greek
αἰρόπινον — sieve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίρα — (I) η (Α αἶρα) (Ν και είρα, ήρα, αέρα, γαίρα) ζιζάνιο τών σιτηρών νεοελλ. ο καρπός τής αίρας, μεθυστικός και δηλητηριώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με το σανσκριτ. erakā, είδος χόρτου, οπότε και οι δύο λέξεις αποτελούν… … Dictionary of Greek