Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αἰπόλος

См. также в других словарях:

  • αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… …   Dictionary of Greek

  • αἰπόλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπόλοις — αἴπολος goatherd masc dat pl αἰπόλος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπόλου — αἴπολος goatherd masc gen sg αἰπόλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπόλους — αἴπολος goatherd masc acc pl αἰπόλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπόλων — αἴπολος goatherd masc gen pl αἰπόλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπόλῳ — αἴπολος goatherd masc dat sg αἰπόλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπόλε — αἰπόλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπόλοι — αἰπόλος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπόλον — αἰπόλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴπολε — αἴπολος goatherd masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»