-
1 αιολόνωτος
-
2 αἰολόνωτος
-
3 αἰολόνωτος
αἰολό-νωτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολόνωτος
-
4 αιολόνωτον
αἰολόνωτοςwith spangled back: masc /fem acc sgαἰολόνωτοςwith spangled back: neut nom /voc /acc sg -
5 αἰολόνωτον
αἰολόνωτοςwith spangled back: masc /fem acc sgαἰολόνωτοςwith spangled back: neut nom /voc /acc sg -
6 αιολονώτων
-
7 αἰολονώτων
-
8 αιολόνωτοι
-
9 αἰολόνωτοι
См. также в других словарях:
αιολόνωτος — αἰολόνωτος, ον (Α) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα, πλουμιστά νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + νῶτον] … Dictionary of Greek
αἰολόνωτος — with spangled back masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόνωτον — αἰολόνωτος with spangled back masc/fem acc sg αἰολόνωτος with spangled back neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολονώτων — αἰολόνωτος with spangled back masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόνωτοι — αἰολόνωτος with spangled back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
ποικιλόνωτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος* («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύ νωτος] … Dictionary of Greek