-
1 αιολόμητις
-
2 αἰολόμητις
-
3 αιολομητις
- ιος adj. хитроумный, изобретательный(Προμηθεύς Hes.; θεός, sc. Ἥρα Aesch.)
-
4 αἰολόμητις
A full of various wiles, like αἰολόβουλος, Hes.Th. 511, A.Supp. 1036 (lyr.); also [suff] αἰολο-μήτης, ου, ὁ, Hes.Fr.7 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολόμητις
-
5 αιολομητης
-
6 αιολομήτης
αἰολόμητιςfull of various wiles: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)αἰολομήτηςfull of various wiles: masc nom sg -
7 αἰολομήτης
αἰολόμητιςfull of various wiles: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)αἰολομήτηςfull of various wiles: masc nom sg -
8 αιολόμητιν
-
9 αἰολόμητιν
См. также в других словарях:
αιολόμητις — αἰολόμητις ( ιος) και αἰολομήτης, ο (Α) αυτός που χρησιμοποιεί ποικίλα τεχνάσματα, πολυμήχανος, παμπόνηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + μῆτις «σχέδιο, επιχείρηση»] … Dictionary of Greek
αἰολόμητις — full of various wiles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολομήτης — αἰολόμητις full of various wiles masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰολομήτης full of various wiles masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰολόμητιν — αἰολόμητις full of various wiles masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale