-
1 αιολίζομαι
-
2 αἰολίζομαι
См. также в других словарях:
αἰολίζομαι — αἰολίζω trick out with false words pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αιολίζομαι
2 αἰολίζομαι
αἰολίζομαι — αἰολίζω trick out with false words pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)