-
1 αιολίζεται
-
2 αἰολίζεται
-
3 αἰολίζω
A = αἰόλλω: metaph., trick out with false words,μηδ' αἰόλιζε ταῦτα S.Fr. 912
.II ([etym.] Αἰολεύς) compose in the Aeolian mode,αἰ. τῷ μέλει Pratin.Fr.5
; speak Aeolic, Dicaearch.3.2, Str. 8.1.2, Plu.Cim.1;αἰολίζεται τὰ Ἀλκαίου ποιήματα A.D.Synt.279.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολίζω
См. также в других словарях:
αἰολίζεται — αἰολίζω trick out with false words pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)