-
1 αἰολόδειρος
αἰολό-δειρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολόδειρος
См. также в других словарях:
μελάνδειρος — μελάνδειρος, (Α) αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό δειρος, υψί δειρος)] … Dictionary of Greek