-
1 αιολο-
-
2 αιολοβροντης
-
3 αιολοθωρηξ
-
4 Αιολοκενταυρος
-
5 αιολομητις
- ιος adj. хитроумный, изобретательный(Προμηθεύς Hes.; θεός, sc. Ἥρα Aesch.)
-
6 αιολομιτρης
-
7 αιολοπωλος
-
8 αιολοστομος
-
9 αιολοχρως
См. также в других словарях:
αιολικός — (I) ή, ό (Α αἰολικός, ή, ὸν) [Αἰολεύς] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αιολίδα φυλή ή στους Αιολείς ή και ο όμοιος με αυτούς αρχ. 1. ο διατυπωμένος στην αιολική διάλεκτο 2. ο συνθεμένος σε αιολικό μέτρο. (II) ή, ό [Αίολος] αυτός που αναφέρεται … Dictionary of Greek
Родительный падеж — (грамм.) в индоевропейских языках образуется несколькими суффиксами. I. Суффиксы os es s (три разновидности одного и того же суффикса, с различными ступенями вокализации) образует Р. падеж единственного числа от основ на согласный звук и на все… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… … Dictionary of Greek
αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… … Dictionary of Greek
λινοθώραξ — λινοθώραξ, ακος, ιων. τ. λινοθώρηξ, ηκος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φορά λινό θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + θώραξ (< θώραξ), πρβλ. αιολο θώραξ, χαλκο θώραξ] … Dictionary of Greek
μελάνδειρος — μελάνδειρος, (Α) αυτός που έχει μαύρο τράχηλο, μαυρολαίμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δειρή «δέρμα» (πρβλ. αιολό δειρος, υψί δειρος)] … Dictionary of Greek
παραπνέω — ΜΑ μσν. πνέω δίπλα ή κοντά σε κάποιον («ὁ Ἀπηλιώτης ἔχει παραπνέοντας αὐτὸν τὸν Εὖρον καὶ τὸν Καικίαν», Γεωπ.) αρχ. 1. (για τους ανέμους που περιορίστηκαν από τον Αίολο) ξεφεύγω από τα πλάγια 2. δέχομαι αέρα, εισπνέω 3. έχω ή αναδίδω ελαφρά οσμή… … Dictionary of Greek
σιδηροπτέρυξ — υγος, ὁ, ἡ, Α σιδηρόπτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πτέρυξ, υγος (πρβλ. αἰολο πτέρυξ)] … Dictionary of Greek
χρυσομίτρης — και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α 1. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα 2. χρυσόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + μίτρης (< μίτρα / μίτρη),… … Dictionary of Greek
Αιολία — I Μυθικό νησί, όπου κατοικούσε ο Αίολος. Αναφέρεται στον Όμηρο ότι ήταν πλωτή και την περιέβαλε χάλκινο τείχος και γλιστεροί βράχοι. Στο νησί αυτό φιλοξενήθηκε ο Οδυσσέας από τον Αίολο. Στην αρχαιότητα ταύτιζαν την Α. (Στράβων, Διόδωρος ο… … Dictionary of Greek
Άπις — I Ιερός ταύρος των Αιγυπτίων. Τον λάτρευαν ως ενσάρκωση του Όσιρη και του γιου του Ώρου, αλλά και ως γιο του θεού Φθα. Η λατρεία του είναι βεβαιωμένη από τα πανάρχαια χρόνια έως την ελληνορωμαϊκή εποχή. Εικονίζεται με τον ηλιακό δίσκο ανάμεσα στα … Dictionary of Greek