-
1 αιολοστόμους
-
2 αἰολοστόμους
См. также в других словарях:
αἰολοστόμους — αἰολόστομος shifting in speech masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αιολοστόμους
2 αἰολοστόμους
αἰολοστόμους — αἰολόστομος shifting in speech masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)